- ακριβοθυγατέρα
- η1) любимая дочь; 2) единственная дочь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριβοθυγατέρα — η πολυαγαπημένη κόρη, μοναχοκόρη: Την έχουν ακριβοθυγατέρα, γι αυτό δεν την αφήνουν να κάνει τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβοθυγατέρα — και ακριβοδυχατέρα, η (συνήθως για μοναχοκόρη) πολύ αγαπημένη θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θυγατέρα ή δυχατέρα] … Dictionary of Greek
ακριβοκόρη — η η ακριβοθυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κόρη] … Dictionary of Greek